ἐκφωνήσει

ἐκφωνήσει
ἐκφώνησις
pronunciation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκφωνήσεϊ , ἐκφώνησις
pronunciation
fem dat sg (epic)
ἐκφώνησις
pronunciation
fem dat sg (attic ionic)
ἐκφωνέω
cry out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκφωνέω
cry out
fut ind mid 2nd sg
ἐκφωνέω
cry out
fut ind act 3rd sg
ἐκφωνέω
cry out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκφωνέω
cry out
fut ind mid 2nd sg
ἐκφωνέω
cry out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θέρμου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θέρμου χτίστηκε το 1909, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, που ήρθε στο φως με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν στην περιοχή του Θέρμου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. Το ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο ήταν ιερός χώρος όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Μπίλοβ, Μπέρνχαρντ Χάινριχ Καρλ φον- — (Bernhardt Heinrich Karl von Bulow, Κλάιν Φλότμπεκ, Αλτόνα 1849 – Ρώμη 1929). Γερμανός διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά στις πρεσβείες της Ρώμης, Πετρούπολης, Βιέννης, Αθήνα, Παρισιού. Το 1897, ως υπουργός Εξωτερικών απέρριψε τις προτάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • σημερινός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται σήμερα: Στη σημερινή γιορτή θα εκφωνήσει το λόγο ένας μαθητής. 2. της ημέρας αυτής: Αγόρασε σημερινά αβγά. 3. σύγχρονος, τωρινός: Οι σημερινοί νέοι είναι πιο μορφωμένοι από τους παλιότερους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”